αγιοποιώ

αγιοποιώ
αγιοποίησα
1. ανακηρύσσω κάποιο ευσεβές πρόσωπο ως άγιο.
2. θεωρώ κάτι ως άγιο, ιερό: Το γερο-Ματθαίο οι συντοπίτες του τον είχαν σχεδόν αγιοποιήσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγιοποιώ — (Μ ἁγιοποιῶ) ( έω) νεοελλ. ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του μσν. καθαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁγιοποιός. ΠΑΡ. αγιοποίηση] …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αγιοποίηση — η [αγιοποιώ] ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την Εκκλησία μετά τον θάνατο του …   Dictionary of Greek

  • αγιοποιός — ό (Α ἁγιοποιός, όν) αυτός που κάνει κάποιον ή κάτι άγιο, ο καθαγιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + ποιῶ. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἁγιοποιῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”