- αγιοποιώ
- αγιοποίησα1. ανακηρύσσω κάποιο ευσεβές πρόσωπο ως άγιο.2. θεωρώ κάτι ως άγιο, ιερό: Το γερο-Ματθαίο οι συντοπίτες του τον είχαν σχεδόν αγιοποιήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.